- οπωροφόρος
- ος, ο[ν] плодоносящий, фруктовый;
οπωροφόρα δέντρα — фруктовые деревья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπωροφόρα δέντρα — фруктовые деревья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπωροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀπωροφόρος, ον) αυτός που παράγει οπώρες («ὀπωροφόροι κλῶνες», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπωροφόρα τα δένδρα που παράγουν εδώδιμους καρπούς και, γενικότερα, καρπούς που έχουν οικονομική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + … Dictionary of Greek
οπωροφόρος — α, ο αυτός που παράγει φρούτα: Οπωροφόρα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπωροφόρον — ὀπωροφόρος bearing fruit masc/fem acc sg ὀπωροφόρος bearing fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφόρα — ὀπωροφόρος bearing fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφόροι — ὀπωροφόρος bearing fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφόρων — ὀπωροφόρος bearing fruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
οπωροφορία — ὀπωροφορία, ἡ (Μ) [οπωροφόρος] η καρποφορία … Dictionary of Greek
οπωροφορώ — ὀπωροφορῶ, έω (Α) [οπωροφόρος] παράγω οπώρες, καρποφορώ … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
οπώριμος — ὀπώριμος, ον (Α) οπωροφόρος, καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. ιμος πιθ. κατά το κάρπ ιμος] … Dictionary of Greek